- Ετυμολογία λέξης:
- σαλιγκάρι < αβέβαιη ετυμολογία· πιθανώς μεσαιωνική ελληνική σαλίγκας < σάλιαγκας < σάλιακας < σιαλικός, που αναφέρεται στο σάλιο
- Συναντάται & ως:
- Κοχλίας: εκ του «κάλχη» [«καλχαίνω»= κάνω κάτι πορφυρό. Μεταφορικά «καλχαίνω»= σκέπτομαι ή εξετάζω σε βάθος κάτι ( εξ ου Κάλχας, μάντης των Αχαιών)].
Μπαμπινιώτης: κοχλιών— σαλιγκάρι, κόχλος που συγγενεύει με κόγχη Ινδοευρωπαϊκού ετύμου konkho= κοχύλι.
- Χοχλίος (στην Κρητική διάλεκτο)
- Κοχλίδι (στην Ποντιακή διάλεκτο)
- Καράολος (στην Κυπριακή διάλεκτο)
- Escargot (στα Γαλλικά)
- Snail (στα Αγγλικά)
- Caracol (στα Ισπανικά)